- ἀνδραποδιστικός
- ἀνδραποδ-ιστικός, ή, όν,A = -ιστήριος: ἡ-κή (sc. τέχνη) man-stealing, kidnapping, Pl.Sph.222c. Adv., [comp] Sup.
-ιστικώτατα Eup.396
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-ιστικώτατα Eup.396
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανδραποδιστικός — ἀνδραποδιστικός, ή, όν (Α) αυτός που έχει σχέση με τον ανδραποδισμό … Dictionary of Greek
ἀνδραποδιστικώτατα — ἀνδραποδιστικός man stealing adverbial superl ἀνδραποδιστικός man stealing neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραποδιστικήν — ἀνδραποδιστικός man stealing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδραποδίζω — ἀνδραποδίζω (Α) (ενεργ, και μέσ.) 1. υποδουλώνω, απάγω άνθρωπο ελεύθερο και τον πουλώ ως δούλο 2. (για ιδιώτη) ασκώ το επάγγελμα του δουλεμπόρου, εμπορεύομαι δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανδράποδον. ΠΑΡ. αρχ. ανδραποδισμός, ανδραποδιστής,… … Dictionary of Greek